μουχρός

μουχρός
-ή, -ό
χωρίς λάμψη, αμυδρός, θαμπός, μουντός, μισοσκότεινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μορυχός* «αμυδρός» (πρβλ. μορύσσω). Η παραγωγή τής λ. < ημί-ωχρος δεν φαίνεται πειστική].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μουχρός — ή, ό σκοτεινός, μουντός, όχι φωτεινός: Μουχρό πρωινό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μουχρωπός — ή, ό μισοσκότεινος, θαμπός, σκούρος, μουντός («έτσι στα μουχρωπά νερά αλαργαίνουν», Καζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μουχρός + κατάλ. ωπός*] …   Dictionary of Greek

  • μουχρώνω — 1. (ως τριτοπρόσ.) μουχρώνει αρχίζει να νυχτώνει να πέφτει το σκοτάδι, σουρουπώνει, βραδιάζει («μόλις άρχισε να μουχρώνει, ο ουρανός πήρε ένα ωραίο χρώμα») 2. (η μτχ. αρσ. μέσ. παρκμ.) μουχρωμένος σκοτεινός («έφευγε η μέρα πια κι ο μουχρωμένος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”